λύσσιασμα

λύσσιασμα
το
βλ. λύσσασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λύσσασμα — και λύσσιασμα, το [λυσσάζω] προσβολή από λύσσα …   Dictionary of Greek

  • λύσσ(ι)ασμα — το, ατος 1. το να προσβληθεί κανείς από λύσσα: Του έκαναν ένεση για λύσσιασμα. 2. σφοδρή επιθυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρένιασμα — το, ατος μανία, αλλοφροσύνη, εξαγρίωση, βούρλισμα, μάνιωμα, λύσσιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”